- αντρίκια
- επίρρ. по-мужски;
πρέπει να τού φερθείς αντρίκια — ты должен с ним поступить, как подобает мужчине
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρέπει να τού φερθείς αντρίκια — ты должен с ним поступить, как подобает мужчине
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντρίκιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή που αρμόζει σε άντρα, που χαρακτηρίζει τον άντρα («αντρίκια φωνή», «αντρίκιες δουλειές») 2. ανδρείος, γενναίος («αντρίκια λόγια», «αντρίκιο φέρσιμο») … Dictionary of Greek
ανδρώδης — ἀνδρώδης, ῶδες (Α) 1. ανδρικός, αντρίκιος 2. ανδρείος, γενναίος 3. επίρρ. ἀνδρωδῶς ανδρικά, αντρίκια … Dictionary of Greek
αρσενόθυμος — ἀρσενόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)] … Dictionary of Greek
μάγκας — ο, θηλ. μάγκισσα 1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα 2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και… … Dictionary of Greek
παλληκαρήσιος — και παληκαρήσιος και παλικαρήσιος, α, ο 1. αυτός που αρμόζει σε παληκάρι, αντρίκιος, τολμηρός, γενναίος 2. ευθυτενής, υπερήφανος, λεβέντικος («έχει περπάτημα παληκαρήσιο»). επίρρ... παλληκαρήσια και παληκαρήσια και παλικαρήσια 1. με τρόπο που… … Dictionary of Greek
αρρενωπός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει αντρίκια όψη, ανδροπρεπής: Η εμφάνιση του φίλου σου είναι πολύ αρρενωπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)